Πικραγαπημένη

 

Σαν έφευγα και μου λεγες,
πως θα με περιμένεις,
τον χάροντα δεν σκέφτηκες,
πικραγαπημένη.

Ήμουνα νιός σαν έφυγα,
και γύρισα με χιόνια,
μα έτρεξα πάλι σαν νιός,
να 'ρθω να σ’ ανταμώσω.

Και σε αντάμωσα καλή,
μα λες το κοιμητήρι ,
και θάφτηκαν το όνειρα,
κι έσβησαν οι ελπίδες.

Είχες στερνή σου συντροφιά,
κι απέριττα στολίδια,
μον’ ένα ξύλινο σταυρό,
και μερικά χορτάρια.

Τα χρόνια που περίμενες,
μοναχή αγαπημένή,
θα είναι μες τη σκέψη μου,
σ’ όση ζωή μου μένει.

Τον τάφο σου γονατιστός,
ποτίζω μ’ ένα δάκρυ,
και ραίνω μ’ αγριολούλουδα,
την γή που σ’ αγκαλίαζει.

Είναι τ’ αγριολούλουδα,
του λόγου του αντίκρυ,
που μάζευα σαν ήμουνα,
παιδί μες την ποδιά σου.

Χρόνια, να 'ρχόσασταν ξανά,
με όλη σας τη φτώχια,
δεν θα ξανάφευγα ποτέ,
μακριά απ’ την αγκαλία της.

Τάκης Παρισσινός 1963

 DSC 6730