Το Περιβόλι

Στο περιβόλι σε γνώρισα αγάπη.
καθόσουν κατ’ από τις μυγδαλιές.
ρυάκι στο πλαï σου κυλούσε.
τις χάρες σου, υμνώντας τις πολλές.

Σε χαΐδεψα και σου 'δωσα φιλί παρθενικό.
μεθώντας και μεθώντας σε στης φύσης το πιοτό
Στο μάγουλό σου, της ευτυχίας κύλισε το δάκρυ το καυτό,
και παίρνοντάς το, το' κανα αιώνιο φυλακτό.

Σαν φύσηξ’ ελαφρά το αεράκι,
εχιόνισ’ απ’ ανθούς αμυφδαλιάς,
κι ήταν τότε το τρελλό το περιβόλι
σαν παραμύθι, πλαϊ στο τζάκι της γιαγιάς.

Μα περάσαν οι χρόνοι και διαβήκαν,
στα μάτια σου, ξεθώριασ’ ο ουρανός,
και την θεσπέσια λάμψη των μαλλιών σου,
ελεύκαναν, ο χρόνος κι ο καημός.

Τώρα μόνος στο μικρό το περιβόλι,
που λες και δεν το διάβηκ’ ο καιρός,
ψάχνω ν’ βρώ πλάϊ στο ρυάκι,
το στολισμένο κεφαλάκι απ' ανθούς.

Μ’ αλίμονο σκληρή για μας η μοίρα εγράφη,
σαν σαβαν’ άσπρο μοιάζουν τώρα οι ανθοί,
και το τραγούδι σου ρυάκι αγαπημένο,
σαν μοιρολόγι ατέλειωτο αντηχεί.

Τάκης Παρισσινός 1963

 DSC 6732